κτανεῖν

κτανεῖν
κτείνω
kill
aor inf act (attic epic doric)
κτείνω
kill
fut inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”